- αστοκρατία
- ηη επιβολή των αστών, της αστικής τάξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αστός + -κρατία < κράτος «ισχύς, δύναμη». Η λ. μαρτυρείται από το 1894].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ … Dictionary of Greek